Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τὰ ποτήρια

См. также в других словарях:

  • ποτηριά — η, Ν 1. η ποσότητα υγρού που περιέχει ένα μεγάλο, συνήθως, ποτήρι 2. χτύπημα με ποτήρι, συνήθως στο κεφάλι («τού δωσε μια ποτηριά στο κεφάλι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτήρι + κατάλ. ιά (πρβλ. κουταλ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • ποτηριά — η 1. ποσότητα που παίρνει ένα ποτήρι. 2. χτύπημα με ποτήρι: Του έδωσα μια ποτηριά στο κεφάλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποτηρία — ἡ, Α [ποτήριον] το ποτήρι …   Dictionary of Greek

  • ποτήρια — ποτήριον drinking cup neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτήρι' — ποτήρια , ποτήριον drinking cup neut nom/voc/acc pl ποτήριο , προσερέσθαι ask besides aor ind mid 2nd sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • οινοχόη — Αρχαίο αγγείο με μια λαβή, το οποίο γέμιζαν με κρασί από τον κρατήρα. Οι ο. ήταν κατασκευασμένες από πηλό ή από ορείχαλκο και, πολλές φορές, από ασήμι. Στους αρχαιότερους χρόνους ήταν αγγείο μάλλον βαρύ, με μεγάλη κοιλιά και βάση. Αργότερα όμως… …   Dictionary of Greek

  • ποτηροπλύτης — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. κάθε μέσο με το οποίο πλύνονται ποτήρια 2. βοτ. το φυτό ελξίνη αρχ. αγγείο, σκεύος μέσα στο οποίο έπλυναν ποτήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτήρι(ον) + πλύτης (< πλύνω)] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Αρχαίας Κυπριακής Τέχνης (Αθηνών) — Το μοναδικό μουσείο αρχαίας κυπριακής τέχνης στην Ελλάδα εγκαινιάστηκε τον Φεβρουάριο του 2001 σε τέσσερις αίθουσες του ισογείου του Πολιτιστικού Κέντρου Αθηναΐς, στον Βοτανικό Αθηνών. Η Αθηναΐδα, το παλιό εργοστάσιο κατασκευής μεταξιού,… …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»